- πρόνεως
- ὁ, Α(αττ. τ.) βλ. πρόναος (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόνεως — πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple adverbial (attic) πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple masc/fem nom pl (attic) πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… … Dictionary of Greek